- αντιδραστήριο, χημικό
- Όρος που υποδηλώνει μια ουσία η οποία, όταν έρχεται σε επαφή με μία ή περισσότερες άλλες ουσίες, μετασχηματίζεται και έτσι προσδιορίζει αυτές τις ουσίες, προκαλεί δηλαδή μια χημική αντίδραση. Τα χ.α. που χρησιμοποιούνται στην αναλυτική χημεία πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις ειδικής καθαρότητας.
Τα χ.α. μπορεί να είναι οξειδωτικά, αναγωγικά, για καθίζηση ή αντικατάσταση, ανάλογα με το είδος της αντίδρασης στην οποία πρόκειται να συμμετάσχουν. Διακρίνονται σε γενικά, εκλεκτικά και ειδικά· τα πρώτα αντιδρούν με πολυάριθμες ουσίες, μερικές φορές με μία ολόκληρη ομάδα ενώσεων· τα δεύτερα αντιδρούν μόνο με περιορισμένο αριθμό άλλων ενώσεων. Τέλος, τα ειδικά χ.α. αντιδρούν με τρόπο διαγνωστικό υπό ειδικές συνθήκες, όπως με ένα μόνο ιόν. Τα χ.α. είναι ανόργαναοργανικά. Τα τελευταία μπορούν να σχηματίσουν ετεροπολικούς ή και μη ετεροπολικούς δεσμούς, δημιουργώντας έτσι ουσίες που λέγονται χηλικές ενώσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται σε αναλυτικές αντιδράσεις και είναι βασικά δυσδιαλυτές στο νερό και έντονα χρωματισμένες.
Οι βαθύχρωμες φιάλες χρησιμοποιούνται για χημικά αντιδραστήρια που αλλοιώνονται στο φως, όπως για παράδειγμα ο νιτρικός άργυρος (φωτ. Gilardi).
Dictionary of Greek. 2013.