αντιδραστήριο, χημικό

αντιδραστήριο, χημικό
Όρος που υποδηλώνει μια ουσία η οποία, όταν έρχεται σε επαφή με μία ή περισσότερες άλλες ουσίες, μετασχηματίζεται και έτσι προσδιορίζει αυτές τις ουσίες, προκαλεί δηλαδή μια χημική αντίδραση. Τα χ.α. που χρησιμοποιούνται στην αναλυτική χημεία πρέπει να πληρούν τις απαιτήσεις ειδικής καθαρότητας. Τα χ.α. μπορεί να είναι οξειδωτικά, αναγωγικά, για καθίζηση ή αντικατάσταση, ανάλογα με το είδος της αντίδρασης στην οποία πρόκειται να συμμετάσχουν. Διακρίνονται σε γενικά, εκλεκτικά και ειδικά· τα πρώτα αντιδρούν με πολυάριθμες ουσίες, μερικές φορές με μία ολόκληρη ομάδα ενώσεων· τα δεύτερα αντιδρούν μόνο με περιορισμένο αριθμό άλλων ενώσεων. Τέλος, τα ειδικά χ.α. αντιδρούν με τρόπο διαγνωστικό υπό ειδικές συνθήκες, όπως με ένα μόνο ιόν. Τα χ.α. είναι ανόργαναοργανικά. Τα τελευταία μπορούν να σχηματίσουν ετεροπολικούς ή και μη ετεροπολικούς δεσμούς, δημιουργώντας έτσι ουσίες που λέγονται χηλικές ενώσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται σε αναλυτικές αντιδράσεις και είναι βασικά δυσδιαλυτές στο νερό και έντονα χρωματισμένες. Οι βαθύχρωμες φιάλες χρησιμοποιούνται για χημικά αντιδραστήρια που αλλοιώνονται στο φως, όπως για παράδειγμα ο νιτρικός άργυρος (φωτ. Gilardi).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κάλιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Κ. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των αλκαλικών μετάλλων, έχει ατομικό αριθμό 19, ατομική μάζα 39,1 και τρία σταθερά ισότοπα. Είναι γνωστό και ως ποτάσιο ή κάλι (καυστικό) …   Dictionary of Greek

  • υδρογόνο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Η· είναι το πρώτο στοιχείο του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό 1, ατομικό βάρος 1,008 και δύο ισότοπα: ένα σταθερό (δευτέριο) με μάζα Η2 και ένα ραδιενεργό (τρίτιο) με μάζα Η3 και περίοδο υποδιπλασιασμού 12½ χρόνια …   Dictionary of Greek

  • λίθιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Li. Ανήκει στην πρώτη ομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, στην υποομάδα των μετάλλων των αλκαλίων. Έχει ατομικό αριθμό 3, ατομική μάζα 6,941, δύο σταθερά ισότοπα (τα 6Li και 7Li) και δύο ραδιενεργά (τα 8Li… …   Dictionary of Greek

  • βρόμιο — Χημικό στοιχείο, με σύμβολο Br. Ανήκει στην έβδομη ομάδα του περιοδικού συστήματος (στην υποομάδα των αλογόνων), έχει ατομικό αριθμό 35 και δύο σταθερά ισότοπα. Στη φύση απαντάται με τη μορφή αλογονούχων ενώσεων, οι οποίες είναι πολύ διαδεδομένες …   Dictionary of Greek

  • ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… …   Dictionary of Greek

  • νιτρομολυβδαινικός — ή, ό φρ. «νιτρομολυβδαινικό αντιδραστήριο» χημ. αναλυτικό χημικό αντιδραστήριο που αποτελείται από διάλυμα μολυβδαινικού αμμωνίου σε νιτρικό οξύ, το οποίο κατά τον βρασμό του με φωσφορικό οξύ παρέχει κίτρινο ίζημα φωσφορομολυβδαινικού αμμωνίου …   Dictionary of Greek

  • νερό — Χημική ένωση με τύπο Η2Ο. Υπάρχει στη φύση σε μεγάλες ποσότητες, σε υγρή, στερεή και αέρια κατάσταση. Κάθε μόριό του αποτελείται από δύο άτομα υδρογόνου και ένα οξυγόνου Στην αρχαία ελληνική και στην καθαρεύουσα λέγεται ύδωρ. Το ν. είναι βασικός …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”